ριγάλο

ριγάλο
το, Ν
βλ. ρεγάλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεγάλο — και ριγάλο, το, Ν φιλοδώρημα, δώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regalo] …   Dictionary of Greek

  • ρεγάλο — το (λ. ιταλ.), και ριγάλο, το φιλοδώρημα, δώρο: Το ρεγάλοπου περίμενε δεν το πήρε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”